- τσιφλικούχος
- ο, η, Ντσιφλικάς, ιδιοκτήτης τσιφλικιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -ούχος* (< έχω), πρβλ. οικοπεδ-ούχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιφλικούχος — ο θηλ. α τσιφλικάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιφλικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης τσιφλικιού, ο κάτοχος μεγάλου αγροκτήματος, τσιφλικούχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)